αὐτόπτης

αὐτόπτης
αὐτόπτης
seeing oneself
masc nom sg
αὐτοπτέω
see with one's own eyes
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
αὐτοπτέω
see with one's own eyes
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτόπτης — ο (AM αὐτόπτης, ο, θηλ. αὐτόπτις, η) αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ (ο) + οπτης < οπ , όπωπα (παρακμ. του ορώ) (πρβλ. επόπτης, υπερόπτης)] …   Dictionary of Greek

  • αυτόπτης — ο αυτός που είδε με τα ίδια του τα μάτια: Ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας είναι ο αυτόπτης και αυτήκοος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτόπται — αὐτόπτης seeing oneself masc nom/voc pl αὐτόπτᾱͅ , αὐτόπτης seeing oneself masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπτῶν — αὐτόπτης seeing oneself masc gen pl αὐτοπτέω see with one s own eyes pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπταις — αὐτόπτης seeing oneself masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπτην — αὐτόπτης seeing oneself masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπτῃ — αὐτόπτης seeing oneself masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπτα — αὐτόπτᾱ , αὐτόπτης seeing oneself masc nom/voc/acc dual αὐτόπτης seeing oneself masc voc sg αὐτόπτᾱ , αὐτόπτης seeing oneself masc gen sg (doric aeolic) αὐτόπτης seeing oneself masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • απομνημόνευμα — Αφήγηση για ένα γεγονός ή γεγονότα από πρόσωπο που πήρε ενεργό μέρος σε αυτά ή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το α. αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή, αλλά δεν είναι πάντα απαλλαγμένο από τον προσωπικό χαρακτήρα, δηλαδή τις αντιλήψεις και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”